- μεγαλοβδομαδιάτικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεγάλη Εβδομάδα2. (τό ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μεγαλοβδομαδιάτικατη Μεγάλη Εβδομάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοβδομαδιάτικος — η, ο ο σχετικός με τη Μεγάλη Εβδομάδα: Τα μεγαλοβδομαδιάτικα έθιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek